Ελεγεία της απουσίας - Λευτέρης Παπαλεοντίου


 Ο δραματικός μονόλογος της Ωραίας Κοιμωμένης ξεχειλίζει από αγάπη και συγκίνηση, καθώς ανακαλεί τα ευτυχισμένα χρόνια της συμβίωσης με τον σύντροφό της, το απόλυτο δόσιμο, τις αγαπημένες συνήθειες, τη δίψα για ζωή και όνειρα. Ειδικά στο ποίημα αυτό διαγράφεται ανάγλυφα η ταύτιση του Εγώ με τον Άλλο· ταυτόχρονα η σύνδεση αυτή προϋποθέτει και το στοιχείο της απόστασης ή της απόκλισης, που επιτρέπει στην ηρωίδα του ποιήματος να προσεγγίσει και απομυθοποιητικά ή χιουμοριστικά τον σύντροφό της, ώστε να απεικονίσει πιο στρογγυλεμένα το πρόσωπό του. 
Ελεγεία της απουσίας - Λευτέρης Παπαλεοντίου

Ιωάννης Πανουτσόπουλος, Η Ωραία Κοιμωμένη, δύο μονόλογοι σε ένα όνειρο, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2012, σελ. 48· Επτά συμβάσεις εργασίας, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2012, σελ. 22.

Ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αθήνα, γράφει στίχους για μελοποίηση εδώ και αρκετά χρόνια· καταξιωμένοι δημιουργοί, όπως οι Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Νότης Μαυρουδής και Γιώργος Νταλάρας, έχουν μελοποιήσει και ερμηνεύσει στίχους του. Πιο πρόσφατα προχώρησε στην έκδοση των πρώτων βιβλίων του: Αρχικά εξέδωσε το παιδικό παραμύθι Τη νύχτα που ξυπνούσε η Αγνωστούπολη (εκδ. «Ταξιδευτής» 2010), ενώ μέσα στο 2012 εξέδωσε δυο αξιόλογες συλλογές ποιημάτων. 
Αφορμή και κεντρικός θεματικός άξονας της Ωραίας Κοιμωμένης είναι η πρόωρη και οδυνηρή απώλεια της συντρόφου του, της ποιήτριας Μαρίας Ρήγα. Ένα προσωπικό δράμα, δηλαδή, ο χαμός ενός νέου ανθρώπου, αποτελεί το ερέθισμα, το πρωτογενές υλικό, για να γραφτεί ένα ποιητικό έργο. Ο ποιητής καλείται να αντιμετωπίσει την οδύνη του θανάτου και να δαμάσει το φαρμάκι του πόνου με το φάρμακο της ποίησης: «Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάμνουνε – για λίγο – να μη νιώθεται η πληγή», για να θυμηθούμε τους ταιριαστούς και για την περίσταση στίχους του Καβάφη. 
Κάτι τέτοιο πιστεύει και ο Ι. Πανουτσόπουλος, ο οποίος σε συνομιλία του με τον Γιάννη Αντωνόπουλο σχολίασε ότι «το φάρμακο τελικά ήταν η ποίηση και αισθάνομαι τυχερός, διότι ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου βρίσκω τον τρόπο να συλλέγω μερικές λέξεις που κρύβουν άλλοτε το μυστικό της ευτυχίας και άλλοτε το πιο δραστικό αναλγητικό» (Δρόμος της Αριστεράς, 25.8.2012). Όμως πώς κατορθώνει ο ποιητής να μεταποιήσει ένα οδυνηρό προσωπικό βίωμα και να το αναγάγει στην περιοχή της ποίησης; Ή ποια ποιητικά τεχνάσματα μηχανεύεται, τι λογής θεματικά μοτίβα και ρητορικούς τρόπους επιστρατεύει για να βάλει σε τάξη το ακανθώδες πρωτογενές υλικό, για να τιθασεύσει και να μορφοποιήσει το προσωπικό συναίσθημα;  
Το βιβλίο απαρτίζεται από τρεις ευδιάκριτες ενότητες. Η πρώτη είναι ένας «Πικρός μονόλογος περί της απουσίας», ένας «επιτάφιος θρήνος» και ταυτόχρονα ένας αναστάσιμος ύμνος για την Ωραία Κοιμωμένη, που εκφέρεται από την πλευρά του συντρόφου της. Ο τελευταίος αφενός ανακαλεί μέσω της μνήμης ευτυχισμένες στιγμές συμβίωσης από το παρελθόν, αφετέρου καταθέτει τα δάκρυα της οδύνης του για την απώλεια της καλής του. Παράλληλα, με τη συμβολή των λέξεων και της ποιητικής τέχνης γενικότερα, πλέκει αναστάσιμο στεφάνι για να μνημειώσει την απούσα και ταυτόχρονα παρούσα μορφή της αγαπημένης, επιχειρώντας και επιτυγχάνοντας να αναγάγει το φθαρτό της ζωής στην αφθαρσία της τέχνης. 
Η δύναμη της αγάπης, όπως συνοψίζεται στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του απόστολου Παύλου στην επιγραφή που προτάσσεται στο βιβλίο, διατρέχει ως συνεκτικός κρίκος όλα τα κείμενα της συλλογής. Αυτή η δύναμη της αγάπης επιβεβαιώνεται και από την αφιέρωση: «Της ανήκει / Για όσα γράφω καθ’ υπαγόρευσιν / και όσα βιώνω κατ’ επιταγήν...». Όταν δυο πρόσωπα ενώνονται ψυχικά ή και σωματικά με ακατάλυτους δεσμούς, επέρχεται η ταύτιση· με αφορμή το γεγονός του θανάτου, ο ένας κουβαλά μέσα του τον άλλον, συνδιαλέγεται μαζί του, βιώνει έντονα την παρούσα απουσία του, προβάλλοντας έντονες αντιστάσεις στη λήθη και στον χρόνο. Το δεύτερο μέρος συλλογής, με τον εύγλωττο τίτλο «Γλυκός πικρός μονόλογος περί της παρουσίας», εκφέρεται από την απούσα Μαρία, που ζωντανεύει μέσα από τον γλυκόπικρο μονόλογό της και μετατρέπει την απουσία της σε έντονη παρουσία. Ο δραματικός μονόλογος της Ωραίας Κοιμωμένης ξεχειλίζει από αγάπη και συγκίνηση, καθώς ανακαλεί τα ευτυχισμένα χρόνια της συμβίωσης με τον σύντροφό της, το απόλυτο δόσιμο, τις αγαπημένες συνήθειες, τη δίψα για ζωή και όνειρα. Ειδικά στο ποίημα αυτό διαγράφεται ανάγλυφα η ταύτιση του Εγώ με τον Άλλο· ταυτόχρονα η σύνδεση αυτή προϋποθέτει και το στοιχείο της απόστασης ή της απόκλισης, που επιτρέπει στην ηρωίδα του ποιήματος να προσεγγίσει και απομυθοποιητικά ή χιουμοριστικά τον σύντροφό της, ώστε να απεικονίσει πιο στρογγυλεμένα το πρόσωπό του. 
Στην τρίτη ενότητα της συλλογής στεγάζονται εννέα ποιήματα, στα οποία επίσης συνοψίζονται ποικιλότροπα μνήμες και εικόνες του παρελθόντος, η οδύνη της απώλειας, η ένταση της παρούσας απουσίας, η κράση του πραγματικού και του εξωπραγματικού («Το κορίτσι με τα μαύρα»), αλλά και η καταφυγή στην ποίηση, το μόνο νηπενθές φάρμακο που θα εξισορροπήσει την οδύνη με τη γαλήνη: «Ούτε καν ασπιρίνη / Μοναχά ένα ποίημα / Μία εύστοχη ρίμα / δυνατή σαν μορφίνη. // Ενδοφλέβια τρέχει / Μια ωδή στην οδύνη / Ο καημός κι η γαλήνη / Πόσο αλήθεια απέχει;»
Και από το παράθεμα αυτό φαίνεται ότι ο ποιητής Ι. Πανουτσόπουλος δεν ξεχνά τον στιχουργό, αφού αξιοποιεί σε διαφορετικές δόσεις τα παραδοσιακά σχήματα της προσωδίας. Ακριβέστερα, σε ορισμένα ποιήματα της συλλογής (ιδίως στους δυο εκτενέστερους «Μονολόγους...») επιχειρείται ένα πάντρεμα του παραδοσιακού με τον ελεύθερο στίχο, ενώ επανέρχονται τακτικοί και άτακτοι ρυθμοί και σκόρπιες ή πιο πυκνές ρίμες. Σε άλλα, στο σονέτο «Ματωμένος και μόνος» και στη «Διάγνωση» με τις κανονικές τετράστιχες στροφές, διατηρείται ο έμμετρος ομοιοκατάληκτος στίχος. Εξάλλου, σε κείμενα της τελευταίας ενότητας (λ.χ. «Επέτειος», «Το κορίτσι με τα μαύρα», «Πορτραίτο», «Μια μέντα και άλλα...», «Νυμφεύτηκα!» κτλ.) δεσπόζει ο ελεύθερος στίχος, παρόλο που και στα πιο ελευθερόστιχα ποιήματα παρεισφρέουν σκόρπιοι ρυθμοί και ρίμες. 
Επομένως, η αξιοποίησης της προσωδίας ή το πάντρεμα του ελεύθερου με τον παραδοσιακό στίχο είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής του Ι. Πανουτσόπουλου. Ένα δεύτερο βασικό συστατικό της ποιητικής του είναι η επιστράτευση στοιχείων από τη γλώσσα της ανατροπής· το λεπτό ή το πικρό χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και η (αυτο)σάτιρα, οι παιγνιώδεις και ανάλαφροι τόνοι βοηθούν τον ποιητή να πάρει κάποιες αποστάσεις από το επώδυνο υλικό του και να αποφορτίσει ή έστω να μετριάσει τη συναισθηματική ένταση και τον ψυχικό σπαραγμό. Έχω την εντύπωση ότι οι στρατηγικές αυτές λειτουργούν ωφέλιμα για την ποιητική μετάπλαση ενός προσωπικού όσο και οδυνηρού βιώματος. 
Ας σημειωθεί, τέλος, η εκδοτική καλαισθησία της συλλογής· η λιτή και προσεγμένη έκδοση ταιριάζει με τις λιτές γραμμές που χαρακτηρίζουν το σχέδιο στο εξώφυλλο και την προμετωπίδα του ζωγράφου Κώστα Σιαφάκα. 

Όπως πληροφορούμαστε στον κολοφώνα της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Ι. Πανουτσόπουλου, οι Επτά συμβάσεις εργασίας αποτελούν ένα δείγμα από την ανέκδοτη συλλογή του Επαγγελματικός προσανατολισμός. Η μεγάλου σχήματος, επίσης καλαίσθητη αυτή έκδοση, με σχέδιο στο εξώφυλλο και προμετωπίδα του ζωγράφου Αντώνη Βάθη, τυπώθηκε σε 300 αριθμημένα αντίτυπα. 
Γενικεύοντας τα πράγματα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η μνήμη και η λήθη, ο χρόνος και ο θάνατος αποτελούν βασικούς θεματικούς άξονες που διασταυρώνονται στα περισσότερα από τα εφτά ποιήματα του βιβλίου. Το πρώτο, ίσως το καλύτερο ποίημα της συλλογής («Παλαιοβιβλιοπωλείον “Η Μνήμη”») θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ύμνος στο παλιό βιβλίο. Το ποίημα αυτό συνδέεται βέβαια με τον συγγραφέα του, που διατηρεί εδώ και χρόνια δικό του παλαιοβιβλιοπωλείο στην Αθήνα και βιώνει έντονα τη γοητεία και το άρωμα του παλιού καλού βιβλίου, θαυμάζει την εκτυπωτική τέχνη μιας άλλης εποχής, εκφράζεται με ερωτικούς όρους για την ομορφιά του και ταυτόχρονα δηλώνει την αγωνία του για την τύχη του· φοβάται μήπως καταλήξει να γίνει βορά των ποντικών: «Αδιάφοροι ως φαίνεται / Για γνώσεις και για γράμματα / Που δεν το έχουν για πολύ / Να τρώνε επιδόρπιο / Τέτοια παλιά συγγράμματα». Εικόνες και μνήμες της παλιάς Αθήνας ζωντανεύουν μέσα από το δεύτερο ποίημα («Εφήμερες σχέσεις»)· εδώ έχουν την τιμητική τους οι παλιές εφημερίδες, αψευδείς μάρτυρες μιας άλλης, παρωχημένης εποχής, που επικαλύπτεται μοιραία από τη σκόνη της λήθης και του χρόνου: «Κατακάθισε σκόνη στα μοιραία συμβάντα / Το μεγάλο ερμάρι / Έχει κλείσει για πάντα...». 
Τα υπόλοιπα πέντε ποιήματα του βιβλίου αποτελούν προσωπογραφίες αγαπημένων και οικείων ανθρώπων που έχουν αποδημήσει ή ατόμων της σύγχρονης ζωής: ο πατέρας που σμίλευε με τέχνη την πέτρα και το μάρμαρο («Λιθοξόος εν Κολωνῴ»), η μάνα ως υπόδειγμα ζωής και αγώνα («Εν τῃ βροχῄ»), ο νεαρός που έχασε τη ζωή του με το μηχανάκι κουβαλώντας πίτσες («Delivery»), ο σκαριμπικός Μικές που ηδονίζεται να κλέβει γυναικεία εσώρουχα («Το κλεφτρόνι») και τέλος ο περιπτεράς που παχαίνει και δεν τον χωρά το περίπτερό του («Ουδέν μονιμότερον...»). Πιο παιγνιώδη και χιουμοριστικά τα δυο τελευταία, παρόλο που οι ανάλαφροι τόνοι και το χιούμορ περνούν σε διαφορετικές δόσεις σε όλα τα κείμενα του βιβλίου. Επίσης, επανέρχονται και εδώ, άλλοτε πιο πυκνά και άλλοτε πιο σποραδικά, στοιχεία του παραδοσιακού έμμετρου στίχου, παιγνιώδεις ρίμες αλλά και λόγιες λέξεις και εκφράσεις που ενδυναμώνουν τη γλώσσα της ανατροπής, το χιούμορ, τη σάτιρα ή την ειρωνεία. 
Με τα δυο βιβλία του ο Ι. Πανουτσόπουλος καταθέτει ενδιαφέρουσες και αξιοσημείωτες ποιητικές προτάσεις, για να μνημειώσει μορφές αγαπημένων προσώπων ή για να δηλώσει την έντονη παρουσία της απουσίας τους, για να αναπαλαιώσει το παλιό και για να ρίξει λοξές ματιές σε πρόσωπα και καταστάσεις της σύγχρονης ή μιας παλιότερης εποχής, συνταιριάζοντας τη μελαγχολική διάθεση με ανάλαφρους τόνους, το παραδοσιακό με το σύγχρονο, τον έμμετρο με τον ελεύθερο στίχο, τη νεοελληνική κοινή με λόγιες εκφράσεις. 

Λευτέρης Παπαλεοντίου