Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ - ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ


Η Ωραία Κοιμωμένη του Ιωάννη Πανουτσόπουλου φέρνει συνειρμικά, ως εικόνα αρχικά, στο νου, από κοινού με το απέριττο σχέδιο του ζωγράφου Κώστα Σιαφάκα την Κοιμωμένη του Χαλεπά στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, όμορφη κοιμωμένη και αυτή, μνημείο του αγώνα του ανθρώπου ενάντια στον φθοροποιό χρόνο. Έπειτα έρχεται στη σκέψη το αποτροπαϊκό   παραμύθι «Η ωραία κοιμωμένη του δάσους» του Σαρλ Περό, παραμυθία παμπάλαια αυτή, που επίμονα εξορκίζει επί αιώνες τον θάνατο της νεότητας, τον θάνατο της ομορφιάς και ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η μουσική πανδαισία του Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι από την δική του αρμονική εκδοχή της Ωραίας Κοιμωμένης. 
Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ - ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ

Η Ωραία Κοιμωμένη

Θεοδόσης Πυλαρινός 


Η Ωραία Κοιμωμένη του Ιωάννη Πανουτσόπουλου φέρνει συνειρμικά, ως εικόνα αρχικά, στο νου, από κοινού με το απέριττο σχέδιο του ζωγράφου Κώστα Σιαφάκα την Κοιμωμένη του Χαλεπά στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, όμορφη κοιμωμένη και αυτή, μνημείο του αγώνα του ανθρώπου ενάντια στον φθοροποιό χρόνο. Έπειτα έρχεται στη σκέψη το αποτροπαϊκό   παραμύθι «Η ωραία κοιμωμένη του δάσους» του Σαρλ Περό, παραμυθία παμπάλαια αυτή, που επίμονα εξορκίζει επί αιώνες τον θάνατο της νεότητας, τον θάνατο της ομορφιάς και ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η μουσική πανδαισία του Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι από την δική του αρμονική εκδοχή της Ωραίας Κοιμωμένης. 
Ανέφερα τα τρία αυτά αριστουργήματα της τέχνης, τεκμήριο της συνθετικής συσπείρωσης της ανθρώπινης ψυχής κατά του θανάτου, για να τονίσω, όταν πρόκειται για νέους και μάλιστα για νέες, η ομορφιά των οποίων αποτελεί εμπόδιο στην επέλαση του Χάρου, πόσο συγκινεί η τραγικότητα του θέματος, αλλά και πόσο επινοητική είναι η ανθρώπινη διάνοια στην προσπάθεια της να τον αφοπλίσει, μετατρέποντάς τον σε διαρκή ήρεμο ύπνο, διατηρώντας τα ροδαλά χρώματα της γήινης ομορφιάς και παρατείνοντας έτσι το τέλος στο διηνεκές, όταν κάποτε, οψέποτε, ένα μαγικό φιλί ή μια ανάσταση εαρινή, θα ξαναφέρουν με ένα θαύμα στη ζωή την μακαρίως και αφθάρτως κοιμωμένη. 
Κοίμηση, λοιπόν, με προσδοκία αναστάσιμη έτσι θέλει και η υμνολογία και εν γένει η πατερική παράδοση, κοίμηση και η λογοτεχνία που με το φιλί της αγάπης θα σημάνει η ώρα της έγερσης του πεφιλημένου προσώπου το οποίο κοιμάται τον νήδυμο ύπνο της πενθούσας μνήμης. 
Η μικρή συλλογή του Ιωάννη Πανουτσόπουλου, απότοκη πικρού βιώματος, απώλειας προσωπικής με αδυσώπητη τη σφραγίδα του θανάτου, ακολουθεί την παραμυθητική παράδοση της τέχνης. Πρόκειται για διμερή σύνθεση μιας πρωτότυπης ελεγείας αφενός στην οποία το πένθος εξαγιάζεται, αφού ο εφιάλτης του θανάτου και του παντοτινού χωρισμού μετατρέπεται σε κατάσταση ονειρική, πρόσφορη για την επικοινωνία με την πολυαγαπημένη κοιμωμένη, και εννέα έμμετρα συνθέματα αφετέρου, που έρχονται ως ποιητικά σχόλια να ερμηνεύσουν κατά κάποιο τρόπο τους δύο μονολόγους. 
Ο πικρός μονόλογος του πρώτου μέρους, αναφορά στην απουσία, είναι τα επίγεια λόγια του ποιητή που αντικρύζει κατάματα τον θάνατο, ένα βουβό στην ουσία μοιρολόι, με αναδρομές σε κρίσιμες ώρες, απονενοημένες σκέψεις και παράφορες ελπίδες για κάποιο θαύμα, ένας μετεωρισμός όπου ζωή και θάνατος συμπλέκονται και ο απαρηγόρητος ποιητής αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τα διαχωριστικά όρια. 

Να σε κλέψω μωρό μου
Από μαύρη σπηλιά 
Διψασμένος 
Για σένα πεινασμένος ξανά
Για τη μέρα την πρώτη 
Για το ύστατο Χαίρε 
Κολυμπώντας στο αίμα ενός χρόνου προδότη 
Με μια σφαίρα ακόμα στη θαλάμη μιας λέξης
Και κραδαίνοντας πάντα μιαν αλήθεια παλιά
Ο Επιτάφιος Θρήνος 
Να γενεί Πασχαλιά.  

Στον μονόλογο αυτόν αξίζει να δοθεί προσοχή στο διαχρονικό σκηνικό με τις πολύμορφες εναλλαγές και τους συμβολισμούς που μας μεταφέρουν σε διάφορες εποχές της ελληνικής παράδοσης, από τον αρχαίο Άδη, τη βάρκα του Χάροντα, τις θανατηφόρες Ερινύες και τις γλαυκές πολιτείες της νήσου των Μακάρων έως την εκκλησιαστική παράδοση των θείων σκηνωμάτων και τα μοιρολόγια των δημοτικών τραγουδιών ή τον Επιτάφιο Θρήνο της Μεγάλης Εβδομάδας και ακόμη στην ατμόσφαιρα του επέκεινα, του ασύνορου δηλαδή χρόνου. 

Επιτάφιος Θρήνος
Σιγαλό μοιρολόι 
Ο αδάκρυτος πλέον θα δακρύσει κι αυτός 
Δρασκελίζεις τον κόσμο
Πληρωμένο αγώι 
Που τραβάει στα ίσια για το μαύρο βουνό

«Γλυκόπικρος» είναι ο μονόλογος περί της παρουσίας που ακολουθεί. Είναι ο μονόλογος της κοιμωμένης, αναμνηστική αποτύπωση σφριγώσας ζωής. Η αίσθηση της επανόδου στην πρότερη ζωή με την παρουσία της στο ίδιο όνειρο του μονολόγου αυτού ηδύνει σε αντίθεση με την πίκρα της βιωμένης απώλειας του πρώτου μονολόγου. Είναι η εναλλαγή του εφιαλτικού στο ονειρικό. Η οξύμωρη και παράδοξη θεώρηση του απόντος που παρίσταται και το παρόντος που ζει μέσα στην απουσία. 
Το μέρος αυτό διαδραματίζεται στη γη, είναι οροθετημένο σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, όπου σαν κινηματογραφική ταινία καταγράφονται καρέ καρέ αντικείμενα, συνήθειες, επιθυμίες και φόβοι, αδυναμίες και αγωνίες, επιδιώξεις και αντιθέσεις, μέσα από τα οποία ανασυντίθεται η ζωή και η προσωπικότητα, το αγγελικό ήθος της κοιμωμένης. 
Ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος στους δύο μονολόγους για χάρη της κοιμωμένης του, που δεν θέλει και δεν μπορεί να ταράξει τον ύπνο της, αποτυπώνει με το πάθος του βιώματος την αιώνια και ακατανόητη στην νομοτέλεια της μεταβολή της ζωής στον θάνατο και την παράλληλη αντιμετώπιση του πάσχοντος ανθρώπου, που αντιστεκόμενος στη νομοτέλεια αυτή αντιμάχεται επαναφέροντας τη ζωή με τη μνήμη, με την τέχνη, με την πίστη, με ό,τι καθένας μπορεί. 
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής με τα εννέα ποιήματα εμπνεύσεις μυστηριώδης και αυτές, ως αναστατικές μιας τελεσίδικης απώλειας, αποτελούν μικρές ελεγείες γραμμένες με αφορμή ενός συμβάντος, μιας σκηνής, μιας πράξης ή ενασχόλησης, μιας συνήθειας, ενός ζευγαριού υποδημάτων που ανακαλούν  το βάδισμα, τις κινήσεις και την ύπαρξη της κοιμωμένης, Παραθέτω ένα από αυτά, συγκινητικό έμμετρο παραμύθι για την αδυναμία του ανυπεράσπιστου ανθρώπου, με τίτλο «Μια μέντα και άλλα…». 

Όταν την μάλωναν 
Έτρεχε αμέσως να κρυφτεί στον κόρφο της γιαγιάς της. 

Στη μαύρη 
Φτωχική ποδιά
Γιομάτη από μυρωδικά και καπνισμένο ξύλο. 

Τώρα 
Ουδείς την μάλωσε. 

Μα θα ήθελε να τρέξει
Σε μια γιαγιά πονετική
Σε μια γιαγιά περβόλι
Να της μυρίσει 
Άνηθος 
Να ευωδιάσει
Μέντα
Έτσι 
Απλά και σιωπηλά
Χωρίς να πουν κουβέντα.

Θα κλείσω με το ποίημα «Νυμφεύτηκα!» που αποτελεί μια διακειμενική συγκέντρωση, πένθιμη παρέλαση μάλλον των μεγάλων θανατόπληκτων και θανατοφόρων μορφών της κλασσικής αρχαιότητας που πέρασαν ως σύμβολα τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται απολύτως με τον θάνατο. Ως δείγμα παραθέτω τους ακροτελεύτιους στίχους του συνθέματος αυτού. Είναι ενδιαφέρον και για ένα πρόσθετο λόγο: το δάγκωμα ενός σκύλου στην περίπτωση μας λειτούργησε όπως το αδράχτι της ανέμης που τρύπησε το δάχτυλο της Κοιμωμένης του παραμυθιού:

Νυμφεύτηκα…

Με την Ηλέκτρα να θρηνεί ξανά τον Αγαμέμνονα 
Με τον Ορέστη να χτυπά τον Αίγισθο κατάστηθα 
Με τις κυρίες της τιμής πενθηφορούσες κι άκλαυτες 
Με την Μαιρούλα να αγρυπνά στα σκοτεινά ανάκτορα
Με τη γαμήλια πομπή 
Να αποτελείται 
Μοναχά 
Από τους μελλοθάνατους και τους εκτελεστές τους  
Και επιπλέον μάρτυρες 
Δυο σπουδαγμένους της σιωπής 
Δυο απογόνους γνήσιους του βλοσυρού Αισχύλου 
Σχεδόν υπομνηματιστές 
Μιας τραγωδίας που άρχισε 
Το δάγκωμα ενός σκύλου.