ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ο «Σκοτεινός Αλφειός» της ελληνικής ποίησης, εκδόσεις Εκάτη, σελ. 125


Διαβάζουμε ένα βιβλίο ή το βιβλίο μάς «διαβάζει», διερωτάται ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος γράφοντας για την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου. Υποστηρίζει  πως το διαβάζουμε αν μπορεί να μας διαβάσει, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική του ποιητικού έργου του Γ. Μαρκόπουλου, που ενέπνευσε τον κριτικό του λόγο, αποδεικνύοντας ότι τεκμήριο της δραστικότητας του έργου τέχνης είναι και η πολλαπλασιαστική δύναμη της επικοινωνιακής του προσπέλασης.  Η ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου, ενός από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς και σημαντικούς ποιητές της γενιάς του ΄70, θα αποτελέσει για τον Ι. Πανουτσόπουλο  πηγή σπάνιων συγκινήσεων υπέρτατης συναισθηματικής αξίας. Το βιβλίο του θα γεννηθεί ως «εξομολογητική ανάγνωση», γέννημα μιας «ακατανίκητης ανάγκης για επικοινωνία και έκφραση», καρπός της έξαψης που μας προσφέρει η αγάπη για κάτι, έκφραση  καρδιακής σχέσης και όχι έργο συμβατικής, κριτικής αποτίμησης
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ο Σκοτεινός Αλφειός της ελληνικής ποίησης, εκδόσεις Εκάτη, σελ. 125

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ο «Σκοτεινός Αλφειός» της ελληνικής ποίησης, εκδόσεις Εκάτη, σελ. 125

Διαβάζουμε ένα βιβλίο ή το βιβλίο μάς «διαβάζει», διερωτάται ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος γράφοντας για την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου. Υποστηρίζει  πως το διαβάζουμε αν μπορεί να μας διαβάσει, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική του ποιητικού έργου του Γ. Μαρκόπουλου, που ενέπνευσε τον κριτικό του λόγο, αποδεικνύοντας ότι τεκμήριο της δραστικότητας του έργου τέχνης είναι και η πολλαπλασιαστική δύναμη της επικοινωνιακής του προσπέλασης. 
Η ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου, ενός από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς και σημαντικούς ποιητές της γενιάς του ΄70, θα αποτελέσει για τον Ι. Πανουτσόπουλο  πηγή σπάνιων συγκινήσεων υπέρτατης συναισθηματικής αξίας. Το βιβλίο του θα γεννηθεί ως «εξομολογητική ανάγνωση», γέννημα μιας «ακατανίκητης ανάγκης για επικοινωνία και έκφραση», καρπός της έξαψης που μας προσφέρει η αγάπη για κάτι, έκφραση  καρδιακής σχέσης και όχι έργο συμβατικής, κριτικής αποτίμησης. Άλλωστε, κατά τον Ιωάννη Πανουτσόπουλο, εξαιρετικό λεπτουργό του λόγου, στοχαστικό ποιητή  και ευαίσθητο στιχουργό των ανθρώπινων παθών, «η εσωτερική ζωή των κειμένων μας και των δημιουργημάτων μας είναι πολύ πιο σφριγηλή και πιο πλούσια από ό,τι θα μπορούσαμε να διανοηθούμε» με  αποτέλεσμα το λογοτεχνικό έργο να επενεργεί αδιάλειπτα και στο δημιουργό του και στον αναγνώστη με ένα σχεδόν μαγικό τρόπο.

Η προσέγγιση του,  στο πνεύμα της ανθρωποκεντρικής θεώρησης της λογοτεχνίας, συνδυάζει την ιμπρεσιονιστικής αιτιολογίας αφόρμηση με την ρεαλιστική αποτύπωση των ιδεολογικών προταγμάτων του ποιητικού λόγου και την λεπταίσθητη παρατήρηση των αισθητικών παραμέτρων που τον στοιχειοθετούν. Επιβεβαιώνει και για την ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου την άποψη του κριτικού Τ. Λειβαδίτη σύμφωνα με την οποία «ένα καλό ποιητικό βιβλίο κλείνει πάντα μέσα του πολύ περισσότερα απ’ όσα συνειδητά του εναπόθεσε ο ποιητής- κι ίσως αυτό να είναι το καλύτερο μέρος της προσωπικότητάς του». Γι’ αυτό και θα σταθεί κατ’ αρχάς στο σημαντικό ρόλο της ποίησης στη ζωή μας, αλλά και στην ανάγκη επανάκτησής του. «Σε αυτόν τον τόπο πάντα οι λέξεις είχαν μια δύναμη απαράμιλλη. Κάποτε όμως οι ‘μάγοι’ της φυλής μας ήταν οι ποιητές και οι φιλόσοφοι» θα υπενθυμίσει ο Πανουτσόπουλος, και αφού αναγνωρίσει τις δυσοίωνες αλλαγές που έχουν συντελεστεί  καθώς «για πάρα πολλά χρόνια τις λέξεις χειραγωγούν εκείνοι που έχουν λόγους να χειραγωγούν και τα όνειρά μας» θα δει στο έργο του ποιητή μιαν ελπιδοφόρα προοπτική: «όταν ξεσπάσουν οι μεγάλες θύελλες και όλοι αυτοί αναζητήσουν πανικόβλητοι μια τρύπα για να κρυφτούν, ‘οι λησμονημένοι’ ποιητές αυτού του τόπου θα λάβουν εντολή να κινήσουν και πάλι με την όμορφη λύρα τους να υμνήσουν τη ζωή. Να μας θυμίσουν τη σημασία της αξιοπρέπειας, την αξία της προσφοράς, τα θέλγητρα της συνεύρεσης και της αλληλεγγύης. Να μας θυμίσουν τους ήρωες και τους ημίθεους και να μας εμπνεύσουν το πάθος για συνέχεια και δημιουργία».
Η συμβολή του στη μελέτη της ποίησης του Γ. Μαρκόπουλου έγκειται στην εύστοχη ανάδειξη τόσο των κομβικών  θεματικών και ιδεολογικών οριζουσών της, όσο και της διαλεκτικής των ποιημάτων, της «εσωτερικής συνοχής» όλων των συλλογών που συνιστούν μιαν οργανική ενότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν θα δομήσει όλο το έργο του στη γραμμική, χρονική ερμηνευτική προσέγγιση τους, αλλά ακολουθώντας  τις δομικές αρχές της ποίησης του Μαρκόπουλου θα ορίσει επάλληλους θεματικούς κύκλους που ιεραρχούν τις αναζητήσεις του ποιητή και θα συνθέσει ποιητικά το πορτρέτο της  γραφής του.
Εκκινώντας από τη σημειολογία των προσώπων της ποίησης του  και οριοθετώντας τη σχέση του ποιητή με το χρόνο  μέσω της πορείας της ενηλικίωσης που σηματοδοτεί και την μύησή του στη ζωή, θα τον συντροφέψει ως «παιδί σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο», πληγωμένο, «ατρόμητο έφηβο,  φλογερό οδοιπόρο,  πονετικό, ώριμο άνδρα» στο δρόμο που καιροφυλακτεί ο «κρυφός κυνηγός» και η «νύχτα του ασπασμού», που θα φέρει στο προσκήνιο της ποίησης και της ζωής του Μαρκόπουλου το θάνατο, σταθερό συνομιλητή και σύντροφό του. Επιπλέον, θα τονίσει εύστοχα ότι ενώ καθένα από αυτά τα πρόσωπα μοιράζεται μέσα στην κοινωνία της ποίησης, ο ποιητής θα συνειδητοποιεί όλο και πιο έντονα πως «εν τέλει ο μονήρης υπήρξε» και τη μοναξιά του πρωτίστως μοιράστηκε, ζητώντας καταφύγιο  στην αγκαλιά της φυσικής μητέρας-μάνας, της συμβολικής μητέρας- πατρίδας και της μητέρας-έκφρασης της ποιητικής τέχνης και του έρωτα.
Ο πολιτικός Μαρκόπουλος θα συναντηθεί με τον Πανουτσόπουλο στο κοινό, αυθεντικό  λαϊκό βίωμα της ζωής, σε ένα ποιητικό σκηνικό ιταλικού νεορεαλισμού, όπου την πραγματικότητα θα συστήσουν πρόσωπα της ζωής και της μνήμης, «ο ξένος και η λυπημένη», «ο σκοτεινός Αλφειός» και η λυπημένη «Αρέθουσα» που είναι προορισμένο να συναντηθούν στο μέλλον κι αυτό γιατί «ο ποιητής θητεύοντας από την πρώτη του νεότητα στο μεγάλο σχολείο του θανάτου, αναζητούσε τον τρόπο που θα μετατρέψει αυτό που μοιάζει με τέλος σε μια αιώνια αρχή».
Πολύ σωστά ο Πανουτσόπουλος θα επισημάνει ότι «Η ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου αφορά κατά βάση την εσωτερικότητα, τη μοναχικότητα, τις καθημερινές τριβές και όσα εμποδίζουν τους ανθρώπους να βρουν λύτρωση, ακόμα κι όταν πλαγιάσουν έχοντας σβήσει τα φώτα». Αναγνωρίζοντάς της ότι είναι προϊόν σπουδής και διαρκούς επεξεργασίας  θα σημειώσει με λεπτή, διεισδυτική ματιά την ιδεολογική λειτουργία της εικόνας του και τη δύναμή της να συγκινεί δραματικά,  όπως και  η σκηνική υπόσταση του πεζού ποιήματός του. Θα σταθεί στην διαρκώς επανερχόμενη πρόθεση του ποιητή να αναδιατάξει το ποιητικό του όραμα, ελισσόμενος ανάμεσα σε διαφορετικές ποιητικές εκδοχές, αναγνωρίζοντάς του τη μαεστρία ενός αρτίστα των γηπέδων που δεν έχει ποτέ απωλέσει την αθωότητα του παιδιού, εκείνου που βάδισε «ευθεία. Με το τρομπόνι και το μεγάλο καπέλο».
Θα αναγνωρίσει  την εσωτερική επικοινωνία που πραγματώνεται στους κόλπους της γενιάς του, με τη συνάντηση των ποιητών της σε κοινές ανησυχίες που αναδεικνύουν τη διαλεκτική της ποιητικής ηθικής της αποκαλύπτοντας το  συλλογικό προσδιοριστικό πρόσημο παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις έφερε ο χρόνος. Θα προχωρήσει και σε συγκριτικούς συσχετισμούς διαλεκτικής, εκλεκτικής ανταπόκρισης με προγενέστερους ποιητές και πεζογράφους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την πρωτοτυπία της έχει η αντιστικτική προβολή του Μ. Χάκκα προς το Γ. Μαρκόπουλο αναγνωρίζοντας στο έργο τους την αίσθηση ενός διαρκούς διαλόγου κι αυτό «γιατί στα διηγήματά του υπάρχει η ίδια μελαγχολία, η ίδια ανάγκη να υψωθεί σε κάτι ανώτερο, η ίδια αποστροφή για τους άπειρους τρόπους που εφευρίσκει ο άνθρωπος για να ξοδέψει την ύπαρξή του». Επιπλέον, ο  Μαρκόπουλος, ουσιαστικός συνομιλητής του Χάκκα, συχνά θα προεκτείνει τις σκέψεις του. Θα γίνει λόγος και για τη σχέση του με τον Τ. Λειβαδίτη, τον Κ. Π. Καβάφη, τον Γ. Σεφέρη και τον Δ. Παπαδίτσα με αναφορά σε εκλεκτικές συγγένειες που αναδεικνύουν την ευρύτερη ποιητική παιδεία του μελετητή, η οποία του επιτρέπει όχι απλώς συσχετισμούς, αλλά και εύστοχες διερευνήσεις των ορίων τους. Η αναφορά του σε ενδιαφέροντα διακείμενα από την ποίηση της Δημουλά, του Βάρναλη και του Μπρεχτ, θα φωτίσουν τις αποχρώσεις του ποιητικού λόγου, εντάσσοντάς  τον στο ευρύτερο ποιητικό στερέωμα.
Η γραφή του Ι. Πανουτσόπουλου ζωντανεύει από τη δύναμη του ποιητικού του  λόγου, που αξιοποιώντας την παραστατικότητα της εικόνας και της παρομοίωσης υπηρετεί αποτελεσματικά την αναφορική λειτουργία της γλώσσας και την επικοινωνία, αξιοποιώντας τη δύναμη της αίσθησης για την ερμηνεία της ποίησης όπως και τον τεκμηριωμένο λόγο. Στην πρωτοπρόσωπη συχνά αναφορά του ξεπροβάλλει γενναία, λειτουργώντας πειστικά, η συμβολή της βιωματικής ερμηνευτικής προσπέλασης γι’ αυτό και δεν θα διστάσει, ελεύθερος από οποιουσδήποτε κριτικούς περιορισμούς, να χρησιμοποιήσει συχνά το ρήμα  νιώθω ή  αισθάνομαι, αποδεικνύοντας πως η ποίηση μπορεί να βρίσκεται μέσα στην ζωή μας, αλλά και πως η ζωή έχει τα μέσα να αποκωδικοποιήσει την ποίηση. Η άμεση αποστροφή προς τον αναγνώστη ή ακόμα και οι ευθείες ερωτήσεις αποκαλύπτουν την ένταση και τη δραματικότητα του λόγου που συμμετέχει ουσιαστικά στα γραφόμενα.
Άλλωστε για τον Πανουτσόπουλο τα γράμματα και οι λέξεις είναι  ασφαλής  δρόμος για να συναντηθείς με τους άλλους και το βιβλίο του για το Γ. Μαρκόπουλο το αποδεικνύει. Όπως μας πληροφορεί το βιοεργογραφικό του στην είσοδο του βιβλίου διατηρεί «παιδιόθεν την έγνοια και το πάθος για ό,τι αναιρεί ο χρόνος και ό,τι ανασταίνει η αγάπη μας». Με το βιβλίο του για την ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου θα αποκαλύψει την έγνοια και το πάθος του για ό,τι έχει τη δύναμη να αναδιατάσσει το χρόνο μετρώντας τον με τα βιώματα και την ευαισθησία μας όπως διαφυλάσσονται στην τέχνη και ειδικότερα  στην βαθιά ανθρώπινη ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου.

Η Μαρία Ν. Ψάχου είναι δρ Φιλολογίας