«Εκείνος μόνο σύναζε τις λέξεις και αγρυπνούσε…» Για το βιβλίο Επαγγελματικός προσανατολισμός του Ιωάννη Πανουτσόπουλου


Σαν να κατασκευάζει μια γλώσσα που δεν μετέχει στον καθημερινό λόγο, στην τύρβη της αγοράς και στην οικονομία των συναλλαγών, φροντίζει προσεκτικά τους αρμούς και τα γρανάζια της, αποφεύγοντας να μεταχειριστεί εύκολα ελιξίρια νεότητας του ποιητικού λόγου, χωρίς πάντως η ποίησή του να γίνεται ακατάληπτη ή εγκεφαλική. Παρόν παντού ο εξομολογητικός λόγος και το βίωμα. Το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια εκλογή ημερολογιακών καταγραφών ή σαν ένα ιδιωτικό προσευχητάρι. Ο ποιητής αναζητά διαρκώς «μια ανεξήγητη και ανέκφραστη γνώση την οποία απώλεσε κατά την πρόωρη ενηλικίωσή του». Την τελευταία φράση δανείζομαι από το επίμετρο του βιβλίου Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε, όχι μόνο γιατί περιγράφει με ακρίβεια την εντύπωση που απηχεί η ανάγνωση της συλλογής Επαγγελματικός Προσανατολισμός, αλλά και γιατί φανερώνει την ενότητα που χαρακτηρίζει το έργο του, πεζό και ποιητικό.
Εκείνος μόνο σύναζε τις λέξεις και αγρυπνούσε… Για το βιβλίο Επαγγελματικός προσανατολισμός του Ιωάννη Πανουτσόπουλου


Του Νίκου Χρυσού

Παρά την διαδεδομένη εντύπωση ότι η ποίηση είναι γέννημα έμπνευσης, φαντασίας και δημιουργικής μέθης, η σύνθεση έστω κι ενός γόνιμου στίχου απαιτεί συστηματική και κοπιαστική δουλειά. «Ένας ποιητής / είναι ένας εργάτης στο πόστο του», γράφει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα «Το χρέος των ποιητών». Υπογραμμίζοντας τη λέξη «εργάτης» ο στίχος του Ρίτσου θα μπορούσε να αποτελέσει μια δυνητική θύρα εισόδου στον ποιητικό κόσμο της συλλογής Επαγγελματικός προσανατολισμός, έστω κι αν ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος φαίνεται να αντιστρέφει τον στίχο του Ρίτσου, υπενθυμίζοντάς μας κάθε τόσο πως «ένας εργάτης είναι ένας ποιητής στο πόστο του».
Την παρεξήγηση πάντως για την εκ φωτίσεως γέννηση των ποιημάτων και για την καίρια μεσολάβηση της έμπνευσης ή της μούσας, καλλιέργησαν συχνά οι ίδιοι οι ποιητές, άλλοτε προς χάριν του μύθου –ας θυμηθούμε του πρώτους στίχους της Οδύσσειας: «Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον»– κι άλλοτε από διάθεση παιγνιώδη και αυτοσαρκαστική:
Εκείνος [δηλαδή ο ποιητής] μόνο σύναζε τις λέξεις και αγρυπνούσε
Γιατί σκιαζόταν ο έρημος / Σκιαζόταν μην και σκορπιστούν γιατί τις ενοχλούσε
γράφει ο Πανουτσόπουλος στο ποίημα «Ποιητής». Ωστόσο εκτός του υπονομευτικού «μόνο» που εκδηλώνει μια παιγνιώδη ειρωνεία για τον ρόλο του ποιητή, στους στίχους διατυπώνεται εύγλωττα η αγωνία του δημιουργού για τις λέξεις. 
Πράγματι, από τη σύλληψη μιας ιδέας μέχρι την οριστική κατάθεσή της στο χαρτί μεσολαβούν ώρες επίπονης άσκησης με τα εκφραστικά μέσα, με τον ρυθμό και τη φόρμα, με τη στίξη και βέβαια με τις λέξεις, άλλοτε «αφρόντιστες» ή «εξωτικές», άλλοτε «μοιραίες και αισθαντικές», κι άλλοτε πάλι «εωθινές και αέρινες», γνωστές και άγνωστές, «τσιγγάνες» λέξεις – για να δανειστώ μερικές από τις ιδιότητες που τους αποδίδει ο «Ποιητής» του ομώνυμου ποιήματος.
Ο Πανουτσόπουλος δίνει μεγάλο βάρος στη σημασία και τη γενεαλογία κάθε λέξης. Σχολιάζοντας τον στίχο «Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία» των Χαιρετισμών στο επίμετρο του προηγούμενου βιβλίου του, του Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε, μιας «ποιητικής αντιστοίχισης των Χαιρετισμών στη νεοελληνική γλώσσα», όπως εύστοχα διευκρινίζεται στον υπότιτλο, σημειώνει: «Το “βλέπουσα” εδώ έχει την έννοια του επισκοπώ τη ζωή μου. Κοιτώ μέσα μου και διακρίνω το φθαρτό και το αιώνιο». Κι αλλού στο ίδιο βιβλίο, σχολιάζοντας τον στίχο «Έχουσα θεοδόχον, η Παρθένος την μήτραν», υπογραμμίζει την «άλλη χρήση του ρήματος “έχω”, το οποίο η εποχή μας έχει ταυτίσει με τις ιδιότητες του αποκτώ, συσσωρεύω και κατέχω. Δεν είναι, δηλαδή, ο εσωτερικός μας πλούτος το πολύτιμο κόσμημα που επιδεικνύουμε αλλά τα άπειρα αποκτήματά μας». 
Μια παραδοχή της ιδιαίτερης σημασίας που δίνει στην χρήση της κατάλληλης λέξης καταθέτει σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου, όπου σχολιάζοντας τον υμνικό στίχο «Πάσα φύσις Αγγέλων κατεπλάγη» επισημαίνει ότι «δεν γίνεται να μας διαφύγει πως πίσω από το “κατεπλάγη” βρίσκεται ένας γνήσιος ποιητής που ζυγίζει την κάθε λέξη του πριν την ενσωματώσει στο υμνογραφικό του σύμπαν».
«Ο λόγος όσο πιο έντεχνος / τόσο φυλάει το μυστικό της επιβίωσης» γράφει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο ποίημα «Επαγγελματικά μυστικά». Η αμφίσημη σημασία των στίχων της Ρουκ, –που σοφά αποφεύγει να διευκρινίσει αν διαφυλάσσεται το μυστικό της επιβίωσης του λόγου, του ποιήματος ή του ποιητή– είναι τεκμήριο συγγένειας του ποιήματος με το βιβλίο του Πανουτσόπουλου. Τα μυστικά που αποκαλύπτονται στο βιβλίο Επαγγελματικός προσανατολισμός πάντως φαίνεται να αφορούν πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα.
Στο ποίημα «Όταν η Μαρία κλέφτηκε με τον Αντόνιο Γκάδες» διαβάζουμε πως:
Ο Αντόνιο Γκάδες ήξερε τα μυστικά του φλαμέγκο
Αλλά δεν ήθελε να μιλάει για τον χορό
Γιατί αυτό τον εμπόδιζε να χορεύει.
Στο ποίημα «Η ζωγραφική μου», ο ανώνυμος ζωγράφος απαριθμεί ερμηνείες για την τέχνη του:
Η ζωγραφική μου είναι ο αλληλόχρεος λογαριασμός που  εκταμιεύω.
Η ζωγραφική μου είναι η αποδημία ενός ανθρακωρύχου
[…] είναι το ξεροκόμματο που μου οικονομεί η συμπόνια σας
Ψίχουλα που παράπεσαν για να ραμφίζουν τα πουλιά.
Ενώ στο ποίημα «Οπλουργός ή λέξεις κατά ριπάς» η ποιητική περσόνα εξομολογείται:
Αυτό με κάνει να ριγώ με τα ποιήματά μου
Μήπως και κάποιος τονισμός σκληρός ωσάν κροτάλισμα
Τύχει και εξοστρακιστεί / Και επιφέρει αδόκητα
Τραυματισμό θανάσιμο κάποιου παρευρισκόμενου.
Κι ενώ τρία μόνο από τα τριάντα έξι ποιήματα του βιβλίου αναφέρονται χωρίς περιστροφές στην ποίηση, στο στίχο, στη λύρα και στον ρόλο του δημιουργού –πρόκειται για τα ποιήματα «Ποιητής», «Προς κριτικούς της λογοτεχνίας» και «Το κόμικς των αιώνων»–, χωρίς αμφιβολία το βιβλίο Επαγγελματικός προσανατολισμός είναι ένα βιβλίο ποιητικής. 
Οι ήρωες του Πανουτσόπουλου μοιάζει να συγγενεύουν με τον «σταθμάρχη» του Σκαρίμπα, «το μαστορόπουλο» του Κοτζιούλα, τους «οδοκαθαριστές» του Μπαρλά, τον «Σκουπιδιάρη» του Γιάννη Κοντού, τους «μαστόρους» του Παυλόπουλου, τον «μάγερα» του Γιώργου Χουλιάρα.
Οι οδοκαθαρισταί [του Φαίδρου Μπαρλά]
διαγράφουν τα ίχνη των νεκρών / της χθεσινής ημέρας·
εξαφανίζουν τους λεκέδες απ’ το αίμα / του σκοτωμένου ποδηλάτη,
το άδειο πακέτο των τσιγάρων, το γράμμα / που δε φυλάχτηκε στο συρτάρι…
σαρώνουν δηλαδή τα αποτελέσματα της απηνούς μανίας του χρόνου, όπως ο «Γανωτής» του Πανουτσόπουλου που καλείται
[…] να σκεπάσει με κασσίτερο 
Πανάδες που προσθέτουν το γήρας και ο θάνατος
Για να υπενθυμίζουν / Ότι μόνο τα παιδικά όνειρα μένουν αρυτίδωτα.
 «Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα», γράφει ο Μπρεχτ στο ποίημα «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει». Αυτή η αδικία ίσως παρακίνησε τον Πανουτσόπουλο να επιλέξει για πρωταγωνιστές του έναν απόστρατο αραμπατζή, ένα κλεφτρόνι, έναν ντελιβερά, έναν κασκαντέρ, έναν γανωτή κι έναν μπαρμπέρη.
Στην ποίησή του αξιοποιεί την ιδιόλεκτο κάθε περσόνας, ζωγραφίζοντας γλαφυρές εικόνες, αποδίδοντας στα περιστατικά υπαρξιακό θάμβος, ισορροπώντας μεταξύ λυρισμού και σάτιρας. «Χαμογελούσε το φτωχό / φτωχότατο υπόδημα / προτείνοντας τα δόντια του», διαβάζουμε στο ποίημα «Ο γερο-παπουτσής», ενώ λίγες σελίδες μετά στο «Γευσιγνώστης» μια νοσταλγική εικόνα μας εισαγάγει στο ποίημα:
Τις χαρές του ουρανίσκου η γενιά μου τις γνώρισε 
Το ψωμί της βουτώντας στο λάδι
Και τις χόρτασε μ’ ένα απλό ξεροκόμματο
Που η πείνα το γεύονταν σαν χλιδή και κραιπάλη.
Η σύνθεση των ποιημάτων σε τονικούς και συχνά ομοιοκατάληκτους στίχους δεν συνεπάγεται προσκόλληση στους παλιούς ρυθμούς, ούτε συντήρηση, ούτε βέβαια άγνοια της σύγχρονης ποιητικής παράδοσης –μην ξεχνάμε πως ελληνική ποίηση σε ελεύθερο στίχο γράφεται εδώ και οκτώ δεκαετίες–. Ίσως ο ποιητής αξιοποιεί την εμπειρία από την μακρά θητεία του στη στιχουργική, όμως αυτό που πρώτιστα επιδιώκει –διευκρινίζω εδώ πως καταθέτω την προσωπική μου αναγνωστική εντύπωση κι όχι μια οριστική αποτίμηση– είναι να χαρτογραφήσει στο βιβλίο του τη διαδρομή της ελληνικής ποίησης, διατρέχοντας τρόπους, μοτίβα κι εποχές –από το δημοτικό τραγούδι, την λυρική παράδοση έως τον ελεύθερο στίχο– παντρεύοντας συχνά διαφορετικούς εκφραστικούς δρόμους προκειμένου να εικονοποιήσει τον κόσμο του. Ίσως γι’ αυτό, στο ποίημα «Προς κριτικούς της λογοτεχνίας», με ευθύβολες αναφορές, αποτίει φόρο τιμής στον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη κι άλλους σπουδαίους σταθμούς της εντόπιας ποιητικής παράδοσης. Οι διακειμενικές αναφορές λειτουργικά αφομοιωμένες στα ποιήματα γεφυρώνουν τους ποικίλους τρόπους και τις διαφορετικές εποχές. Διευρύνει έτσι τα όρια της σελίδας επιτρέποντας στον αναγνώστη να περνά με ευκολία από τον δικό του γανωτή «που διαλαλεί στεντόρεια / πως θα γανώσει εν καιρώ τη σκουριασμένη ποίηση», στον σιδηρουργό του Σωτήρη Σαράκη, που τροχίζοντας το ατσάλι «έκανε να παράγονται κείνες οι κόκκινες σπίθες – μια εξαίσια και ατίθαση δέσμη» –από το ποίημα «Έξω από σιδηρουργείο»– κι απ’ αυτόν, συνειρμικά, στο «Μαχαίρι» του Άρη Αλεξάνδρου, διανύοντας εξήντα χρόνια ποίησης σε μια στιγμή, γητεμένος απ’ «τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων».
Η οικεία αίσθηση που μεταδίδει η εμβόλιμη παρουσία δεκαπεντασύλλαβων στίχων, καθώς και ο αποφθεγματικός τόνος τους, φέρνουν στο νου τον αδιάρρηκτο ρυθμικό δεσμό της σεφερικής ποίησης με τον δεκαπεντασύλλαβο: 
Όλες μα όλες οι ραφές που με κρατούν στην πλάση
Έχουν σχεδόν διαρραγεί, γράφει ο Πανουτσόπουλος,
κι αλλού:  Μα οι πραμάτειες οι πολλές στενέψανε τη στράτα.
Αυτή η εντύπωση, ίσως βέβαια, μου προκαλείται γνωρίζοντας την αγάπη του για τον νομπελίστα ποιητή, ο οποίος έδειχνε την ίδια εκτίμηση για τους μάστορες και τους χειροτέχνες. Αυτή η ενδελεχής σπουδή στην μαστορική, στα μυστικά της τέχνης και της τεχνικής, που επιδεικνύουν τόσο ο οπλουργός και το κλεφτρόνι, όσο ο σεναριογράφος και ο στεγνοκαθαριστής –ποιητικά προσωπεία του Πανουτσόπουλου όλοι τους–, αποκαλύπτει «το πνεύμα ενός χειροτέχνη έξω από την εποχή μας», υπενθυμίζοντάς μας πως «η διδασκαλία των επιφανών μαστόρων μπορεί να έχει κάποτε την ίδια βαρύτητα με τη δημιουργία τους», όπως σημείωνε ο Σεφέρης σε κάποια από τις δοκιμές του.
Ακόμα κι όταν διατηρεί πάντως τον μετρικό στίχο, ο Πανουτσόπουλος εναλλάσσει τις ποιητικές εικόνες με στιβαρό καθημερινό λόγο, μπολιάζοντάς τον με λέξεις ή θέματα που κάποιος απαίδευτος με την σύγχρονη ποίηση θα χαρακτήριζε αντιποιητικά, καταφέρνοντας να χωρέσει στα ασφυκτικά πλαίσια του έμμετρου λόγου τόσο την ρεαλιστική έκφραση, όσο τις διαφορετικές ποιητικές φιγούρες και τους δραματικούς μονολόγους τους. Σε αυτές τις αντιθέσεις καθώς και στις ευρηματικές ρίμες έγκειται ο ειρωνικός και σατιρικός τόνος κάποιων στίχων.
Παραθέτω λίγες στροφές από «Τα κόμικς των αιώνων», δείγμα χαρακτηριστικό της φρεσκάδας που πετυχαίνει ο Πανουτσόπουλος επιμειγνύοντας ετερόκλητα στοιχεία στην ποίησή του:


Τα ποιήματά μου αυθαιρετούν
Σαν ανυπότακτοι Γαλάτες
Λένε αλήθειες πιπεράτες
Είναι ποιήματα καρτούν.


Πολλές κουβέντες δεν σηκώνουν
Σαν τα τσιράκια του Τορπέντο
Λίμνη το αίμα στο τσιμέντο
Μακριά στιχάκια που σκοτώνουν.


Τα ποιήματά μου σαν γατιά
Ποθούνε κάποια Λουκρητία
Να πηδηχτούν χωρίς αιτία
Και να της πάρουν την πρωτιά.


Μοιάζουν με κόμικς του Μανάρα
Μπορούν παντού να ασελγήσουν
Ψώνια που βγήκαν να ψωνίσουν
Λίγο μυαλό σε μια κορμάρα.


Κι ολοκληρώνει το ποίημα:

Τα ποιήματά μου θα εκδοθούν
Σαν τις εταίρες της Κορίνθου
Σχεδόν στα όρια του μύθου
Έτσι, απλά θα σου δοθούν.


Μάθανε πλέον τόσες στάσεις
Που δεν τις ξέρει κάθε κλώσα.
Τόσα παιχνίδια με τη γλώσσα
Που δεν χρειάζονται συστάσεις.


Το ποίημα, μορφή και θέμα, μου φέρνει στο νου κάποιους στίχους του Γιάννη Ρίτσου πολύ ταιριαστούς στο ύφος και το κλίμα του βιβλίου Επαγγελματικός προσανατολισμός:
Λέξεις αθώες ασφυκτιούν στου μέτρου τα δεσμά·
Στο θαυμαστό προβάλλουμε την ταπεινή ασχολία.
Η ρίμα παίρνει σοβαρά το ρόλο του κασμά 
Και παίζουμε τους ήρωες μονάχα από δειλία.
Ο Πανουτσόπουλος συχνά παραλλάσσει είτε μεταλλάσσει τα παραδοσιακά μετρικά σχήματα, διατηρώντας ίχνη μετρικότητας ακόμα και στα ελευθερόστιχα ποιήματα της συλλογής. Ο λυρισμός του δεν φαντάζει μελίρρυτος ή αφελής αλλά γίνεται «ο δρόμος που φέρνει από το χειροπιαστό στο άπιαστο· από την ύλη στο μυστήριο· από το πράγμα στην Ιδέα. Μα… και το αντίθετο», όπως ακριβώς περιέγραψε τον λυρισμό, πριν από πολλές δεκαετίες, ο Κωστής Παλαμάς. Ίσως γι’ αυτό τον διατηρεί με συνέπεια ακόμα και όταν συνθέτει σε ελεύθερο στίχο:
Ένας κατάκοπος κινηματογραφιστής
Συλλαμβάνει 
Εικόνες του μέλλοντος που βαδίζουν ασθμαίνοντας, γράφει στο ποίημα «Ιδιωτική προβολή». 
Σαν να κατασκευάζει μια γλώσσα που δεν μετέχει στον καθημερινό λόγο, στην τύρβη της αγοράς και στην οικονομία των συναλλαγών, φροντίζει προσεκτικά τους αρμούς και τα γρανάζια της, αποφεύγοντας να μεταχειριστεί εύκολα ελιξίρια νεότητας του ποιητικού λόγου, χωρίς πάντως η ποίησή του να γίνεται ακατάληπτη ή εγκεφαλική. Παρόν παντού ο εξομολογητικός λόγος και το βίωμα. Το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια εκλογή ημερολογιακών καταγραφών ή σαν ένα ιδιωτικό προσευχητάρι. Ο ποιητής αναζητά διαρκώς «μια ανεξήγητη και ανέκφραστη γνώση την οποία απώλεσε κατά την πρόωρη ενηλικίωσή του». Την τελευταία φράση δανείζομαι από το επίμετρο του βιβλίου Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε, όχι μόνο γιατί περιγράφει με ακρίβεια την εντύπωση που απηχεί η ανάγνωση της συλλογής Επαγγελματικός Προσανατολισμός, αλλά και γιατί φανερώνει την ενότητα που χαρακτηρίζει το έργο του, πεζό και ποιητικό.
Την συλλογή συγκροτούν τρεις κύκλοι ισάριθμων ποιημάτων. «Επαγγέλματα εξ ανάγκης», «Επαγγέλματα  εκ πεποιθήσεως» και «Επαγγέλματα εξ ορισμού». Τα ποιήματα πάντως αναπτύσσουν συνάφειες και μεταξύ των διαφορετικών κύκλων διευρύνοντας επ’ άπειρον τις αναγνωστικές προσεγγίσεις του βιβλίου. Ακόμα κι αν υποθέταμε ότι ο αριθμός τους είναι το γινόμενο των εν δυνάμει αναγνωστών επί των δυνητικών ερμηνειών κάθε λέξης, το αποτέλεσμα φαντάζει δυσθεώρητο.  
Αρκεί να αναλογιστούμε τις πολλαπλές σημασίες της λέξης «επαγγέλλομαι»: «α) Υπισχνούμαι, β) Διαβεβαιώ, γ) Καταγίνομαι, ασχολούμαι εις τι, ασκώ βιοποριστικόν έργον, δ) Επιδεικνύω ανύπαρκτον αρετήν κατά σύστημα, ε) Ζητώ χάριν», διαβάζουμε στο λεξικό Δημητράκου. Δυο μόνο σημασίες μεταφέρει ο Μπαμπινιώτης στο δικό του λεξικό: «1. Υπόσχομαι, 2. Ασκώ συγκεκριμένο επάγγελμα», στερώντας μας έτσι από πολύτιμα ερμηνευτικά κλειδιά. Ο Πανουτσόπουλος πάντως είναι βέβαιο πως γνωρίζει το λήμμα από το λεξικό Δημητράκου, και αξιοποιώντας την ευαισθησία του, την φαντασία του και τις ποιητικές διαστάσεις της γλώσσας, αφήνει άρρητες τις υποσχέσεις, περιγελά τις βεβαιότητες, ενδύεται διαφορετικούς επαγγελματικούς χιτώνες, διακωμωδεί αρετές ανύπαρκτες και αναζητά μετά φόβου γνώσης, πίστεως και αγάπης την χάρη της ποίησης.

Ο Νίκος Χρυσός είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» (Εκδ. Καστανιώτη).