Στημένη παρτίδα
ΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΡΤΙΔΑ
στην ιερή του μνήμη
Σχολείο της αθωότητας και πανεπιστήμιο της αμαρτίας
Το κάθισμα μου εφάπτεται στο κάθισμα του πατέρα
Η πορτοκαλάδα κερασμένη
Ο καπνός νομιμόφρων και αδιαπέραστος
Τα κίτρινα δάχτυλα των καπνιστών θωπεύουν τις πολύχρωμες ντάμες
Τα τραπουλόχαρτα σωρεύονται στην πράσινη τσόχα
Οι βρισιές και οι χειρονομίες με γοητεύουν
Μυητική τελετή στον κόσμο των ενηλίκων
Ο πατέρας καμαρώνει για τον μεγάλο του γιο
Ο γιος καμαρώνει για τον γεροδεμένο πατέρα
Μέχρι που ο απέναντι τράβηξε μπαλαντέρ και κατέβασε
Tα τελευταία μας χαρτονομίσματα άλλαξαν χέρια
Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα
Οι κερδισμένοι και ο καφετζής ευχήθηκαν καλή χρονιά
Τα αποπαίδια της τύχης κάτι ανάλογο ψέλλισαν
Για μια ακόμα φορά τα δώρα δεν πέρασαν από την καμινάδα
Έπεσε μόνο λίγη στάχτη
Αρκετή για να στολίσει την πρωτοχρονιάτικη θλίψη τους.
Στο δρόμο μας περίμεναν ριπές του ανέμου και χιονόνερο
Στο σπίτι λυπημένα βλέμματα και παγωμένα στρωσίδια
Καταμεσής στο τραπέζι δύο τράπουλες στα κουτιά τους
Ο πατέρας θέλησε να παίξουμε μια παρτίδα για να σπάσει η γκίνια
Ο Άγιος Βασίλης μου χάρισε δύο μπαλαντέρ
Και δύο τρίτες από χάρι
Ο πατέρας δεν είχε κάτι άλλο να χάσει
Εγώ δεν είχα κάτι άλλο να κερδίσω.
Δεκαετίες μετά γράφω αυτό το ποίημα
Τζογάροντας κάποιες επώδυνες λέξεις
Καλώντας την ιερή του μνήμη να κόψει και να μοιράσει
Σημαδεμένα τα τραπουλόχαρτα των παιδικών μου χρόνων.