Λίγα λόγια για τον Ιωάννη ΠΑΝΟΥΤΣΌΠΟΥΛΟ και το βιβλίο του Επαγγελματικός Προσανατολισμός


Μανολης Πρατικάκης  Ένα σημαντικό στοιχείο της ποίησής του Ιωαννη Πανουτσόπουλου είναι πως είναι Αυτόχθων. Δεν πατάει πουθενά. Δεν θυμίζει κανέναν. Είναι εξ υπαρχής η φωνή του. Οι λέξεις του είναι τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Αν και σύγχρονος ποιητής είναι γερά ριζωμένος στην παράδοση. Το Δημοτικό τραγούδι μοσχοβολά μεσ’ στα  τραγούδια του. Ο Πανουτσόπουλος, για να κάνει λίγα βήματα μπροστά, γυρίζει χιλιόμετρα πίσω στις πηγές της ζωντανής μας παράδοσης. Έχει έναν παράξενο, εντελώς δικό του αυτοδίδακτο έσωθεν ρυθμό, όπως θάλεγε ο Αισχύλος. Στην πρώτη ανάγνωση σε ξενίζει μια κάποια μουσική αρρυθμία. Σαν από στιγμή σε στιγμή να χάνεις ένα σκαλοπάτι που νομίζεις πως λείπει και φοβάσαι πως θα τσακιστείς. Αλλά όταν βρεις το τέμπο του, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν λείπει ένα σκαλοπάτι αλλά το ένα σου πόδι είναι κοντύτερο, καθώς έχει συνηθίσει τη θεσμοθετημένη αρμονία, που έχει προσδιορίσει μονοσήμαντα και άρα δεν μπορεί να ενταχθεί στο δικό μας περιορισμένο πεδίο αισθητικής πρόσληψης. Πρέπει να περιμένεις τους παρακάτω στίχους του Πανουτσόπουλου για να αποκτήσουν αρμονία και ζευγάρωμα οι προηγούμενοι.
Λίγα λόγια για τον Ιωάννη ΠΑΝΟΥΤΣΌΠΟΥΛΟ και το βιβλίο του Επαγγελματικός Προσανατολισμός


Δεν αισθάνθηκα ποτέ μου κριτικός. Κάνω όμως αυτή την εξαίρεση για να τιμήσω τον Ιωάννη Πανουτσόπουλο, που παραμένει άνθρωπος παλιάς κοπής, που σημαίνει αυθεντικός, λάμπει μέσα στη σύγχρονη συνθήκη με το ήθος του σαν ευγενές μέταλλο ανάμεσα σε οξειδωμένα σίδερα. Είναι ένας μοντέρνος άνθρωπος που δεν έχει λησμονήσει τα παλιά εικονίσματα.  Γνωριστήκαμε μέσω του κοινού μας φίλου Γιώργου Μαρκόπουλου, όταν μου έστειλε ένα εξαίρετο δοκιμιακό βιβλίο που είχε γράψει γι’ αυτόν. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους. Δεν είναι τυχαίο ότι πάλι ο Γιώργος Μαρκόπουλος υπήρξε ο συνδετικός κρίκος για τη μεγάλη φιλία μου με τον αξέχαστο ποιητή Τάσο Λειβαδίτη.
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Ιωάννη Πανουτσόπουλου  Επαγγελματικός Προσανατολισμός με την πρώτη ματιά διαπίστωσα ότι υπάρχει ένας στέρεος, γειωμένος λόγος. Μια πρωτότυπη πραγματεία της καθημερινότητας. Μας μιλάει για τις ταπεινές και ασήμαντες εκείνες μικρές φωλιές της ζωής, που εμείς συνήθως προσπερνούμε με αδιαφορία, για να μου θυμίσει το θρυλικό στίχο του αγαπημένου μας Λειβαδίτη, που λέει «Έτρεχα να σώσω την ανθρωπότητα ποδοπατώντας τους διπλανούς μου». Σαν αυτή τη διδαχή να ακολουθεί αντεστραμμένη αποφεύγοντας να σώσει την ανθρωπότητα με τα γνωστά μεγαλειώδη ιδεολογήματα και τις γλωσσικές υπερβολές, καθώς η ανθρωπότητα είναι δίπλα μας και πλάι μας και σε καθημερινή σχέση μ’ εμάς. Και τι έκανε ο φίλος μας;  Ασχολήθηκε με αυτά ακριβώς τα ταπεινά και ασήμαντα της λεγόμενης διπλανής πόρτας. Με τον γανωτή, τον ντελιβερά, τον κασκαντέρ, το νεκροπομπό, τον ανεπάγγελτο, τη ράφτρα. Οι περισσότεροι  αντιήρωες, αφανείς, όπως ο κασκαντέρ, που απορροφά όλους τους κινδύνους και τα ρίσκα (τρέχοντας στην κλειστή με 200), παραμένοντας στη σκιά, για να πάρει όλη τη δόξα ο πρωταγωνιστής. Η ποίησή του είναι ο θρίαμβος του ασήμαντου, του ανώνυμου και μηδαμινού. Κατορθώνει να κάνει χρυσό κέντρο το περιθώριο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο πρεσβευτής των Αφανών. Και το κατορθώνει αυτό, εκτός των θεματικών αντιηρώων του, με μια γλώσσα λαϊκή, γειωμένη, καθημερινή. Χωρίς γλωσσικές ακροβασίες, εξεζητημένες ελλειπτικότητες  και όλους εκείνους τους μοντερνισμούς της κενότητας. Λες ψαύει με τις φράσεις του τα πράγματα, καθώς τα πράγματα συναιρούνται τόσο πιστά με τις λέξεις του, γιατί ο ίδιος ο ποιητής είναι ένας πιστός της ζωής και της τέχνης και φυσικά πιστός στις αρχές, στις αξίες και τις σχέσεις του. Και πάνω απ’ όλα πιστός στη γλώσσα που είναι η ιστορία μας, η αληθινή μας πατρίδα και το πνευματικό μας οικοσύστημα και με αυτή την Αλήθεια λαμπρύνει το εμπράγματο. 
Μας φέρνει μπροστά μας όλα εκείνα που έχοντάς τα συνηθίσει, δεν εκπέμπουν πια τίποτα για εμάς το μεγάλο απρόσωπο πλήθος, καθώς από τη συνήθεια γίνεται μια μυστηριώδης  έκλειψη των αντικειμένων, μέσα από μια βαθμιαία συσκότιση και πια δεν υπάρχουν στον συνειδησιακό μας φλοιό. Φέρνει μπροστά μας όλα εκείνα που έχουμε αποχωριστεί κι εγκαταλείψει, χωρίς επίγνωση, πόσο μας καθιστούν φτωχότερους, καθώς δεν τα έχουμε πενθήσει, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην ιστορία της ζωής μας και στο προσωπικό μας μίζερο έπος, που αθροιστικά γεννά τη μαζική μιζέρια. 
Ένα σημαντικό στοιχείο της ποίησής του είναι πως είναι Αυτόχθων. Δεν πατάει πουθενά. Δεν θυμίζει κανέναν. Είναι εξ υπαρχής η φωνή του Ιωάννη Πανουτσόπουλου. Οι λέξεις του είναι τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Αν και σύγχρονος ποιητής είναι γερά ριζωμένος στην παράδοση. Το Δημοτικό τραγούδι μοσχοβολά μεσ’ στα  τραγούδια του. Ο Πανουτσόπουλος, για να κάνει λίγα βήματα μπροστά, γυρίζει χιλιόμετρα πίσω στις πηγές της ζωντανής μας παράδοσης. Έχει έναν παράξενο, εντελώς δικό του αυτοδίδακτο έσωθεν ρυθμό, όπως θάλεγε ο Αισχύλος. Στην πρώτη ανάγνωση σε ξενίζει μια κάποια μουσική αρρυθμία. Σαν από στιγμή σε στιγμή να χάνεις ένα σκαλοπάτι που νομίζεις πως λείπει και φοβάσαι πως θα τσακιστείς. Αλλά όταν βρεις το τέμπο του, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν λείπει ένα σκαλοπάτι αλλά το ένα σου πόδι είναι κοντύτερο, καθώς έχει συνηθίσει τη θεσμοθετημένη αρμονία, που έχει προσδιορίσει μονοσήμαντα και άρα δεν μπορεί να ενταχθεί στο δικό μας περιορισμένο πεδίο αισθητικής πρόσληψης. Πρέπει να περιμένεις τους παρακάτω στίχους του Πανουτσόπουλου για να αποκτήσουν αρμονία και ζευγάρωμα οι προηγούμενοι.
Στην ποίησή του υπάρχει ένας δικός του εσωτερικός ρυθμός· απρόβλεπτες συνηχήσεις και λεκτικά σχήματα προφορικού λόγου, που σε ξαφνιάζουν ευχάριστα. Δεν βρίσκεις με το πρώτο το ρυθμό. Μ’ εκείνη την ευμετάβλητη και συχνά απρόβλεπτη ακουστική του φαντασία. Κι εκεί που βιώνεις αρυθμία και «κολπική μαρμαρυγή» ξαφνικά ξαναπιάνει το νήμα και το φαινομενικό χάσμα, σα συγκοπή λόγου, ξαναβρίσκει ρυθμό και πληρότητα. Ο Πανουτσόπουλος βέβαια γνωρίζει όλο το μουσικό μοτίβο και ως καλός τεχνίτης ξέρει να προσφέρει ολοκληρώματα. Όπου χρειάζεται δε διστάζει στην εκφραστική παραδοξότητα (ίσως το σημαντικότερο στοιχείο κάθε σημαντικής ποίησης) και εκφραστική τόλμη. Ας κάνουμε εδώ μία στάση στον Γέρο Παπουτσή. 


Χαμογελούσε το φτωχό/ φτωχότατο υπόδημα
Προτείνοντας τα δόντια του/ κάτι κοπτήρες αυστηρούς
Κάτι καρφιά λιωμένα
Και κάτι παλιοδέρματα που βγάζανε τη γλώσσα
Γιατί ταξίδεψαν πολύ γνώρισαν καμπόσα!
Το πήρε ο γερο-παπουτσής/ Το άνοιξε/ Το εξέτασε
Ώσπου να μοιάζει με κραυγή το χθεσινό χαμόγελο
Το κόλλησε/ Το κάρφωσε/ Και τώρα που σοβάρεψε
Και τώρα που του μοιάζει/ Που δεν γελά/ Που δεν μιλά
Που μοναχά βαδίζει/ Το βλέπει ο γερο-παπουτσής
Το βλέπει και δακρύζει. 


Μας περιγράφει ένα ξεχαρβαλωμένο παπούτσι κι ένα γερο-παπουτσή και μας δίνει το ανθρώπινο μέτρο. Την ακρίβεια (και όχι την ανακρίβεια) του ποιητικού αισθήματος. Με μέσα τόσο λιτά την απόλυτη γύμνια τους. Που όμως, παράγουν παρά τα ευτελή τους υλικά μιαν αναπεπταμένη συγκίνηση. Πιο ουσιαστική από την περίφημη «Κραυγή» στο ομώνυμο ποίημα του Νορβηγού ζωγράφου Μουνκ. Προσωπικά, μου ξύπνησε (ίσως γιατί έχω γράψει κι εγώ για ένα ζευγάρι παλιά χωριάτικα παπούτσια. Ιδού η δική μου ιδιοτέλεια για τον λόγο που μ’ αρέσει) μια παμπάλαιη ρήση που άκουσα παιδί και δεν κατάλαβα τότε το νόημά της, αλλά δεν έφυγε ποτέ από τη μνήμη, την εξής: «Ο καλά καλυκωμένος, παραλίγο καβαλάρης». Το ποίημα του Πανουτσόπουλου με έκανε να αισθανθώ ότι όχι μόνον αισθάνομαι καβαλάρης όταν είμαι καλυκωμένος, αλλά τόσο αισιόδοξος (από τη δόξα του ασήμαντου), που ενώ έχω ένα μόνο πέταλο, λέω: Και τι μου λείπει για να καλπάσω με το καθαρόαιμο άλογό μου; Άλλα τρία πέταλα και ένα άλογο, δηλ. κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες. Ύστερα αναρωτιούνται οι άνθρωποι γιατί οι ποιητές με τα πιο ασήμαντα υλικά φτιάχνουν ένα δικό τους παράπλευρο σύμπαν, που όταν είναι γνήσιοι κατορθώνουν να μικραίνουν την αθλιότητα ετούτου που ενοικούμε. Και παρά το ότι είναι φανταστικό μοιάζει αυθεντικότερο και πιο ουσιώδες για να γεμίσει το άδειο μας κεφάλι ή να απορροφήσει μερικά τοξικά απόβλητα αυτού που ζούμε, που μας τραβά από χίλιες μεριές στην αθλιότητα.
Η ποίηση του έχει μια παράξενη φρεσκάδα. Είναι σχεδόν χειροποίητη. Νομίζεις πως την έχει φτιάξει με σφυρί και καλέμι. Με δαχτυλήθρες και χρώματα μπογιατζή. Ακούστε λίγους στίχους από το Εκκρεμές ή ο Στοχασμός του Ωρολογοποιού:

«Του γνέφουν δευτερόλεπτα του γνέφουν και λεπτά/ Του κάνουν κόρτε επίμονο κάποιες ναζιάρες ώρες./ Αυτό κρέμεται στο καρφί πέφτοντας σαν τη μοναξιά/ Όταν βρεθούν το σούρουπο μανάδες μαυροφόρες…»

Και παρακάτω:   

«Ακούει την Πέμπτη να βογκά σαν βιαστική Παρασκευή/ και τα θλιμμένα Σάββατα να τραγουδούν στην πίστα…» Και πιο κάτω:  «Αδιαφορεί… Για τα ρυάκια που κυλούν μέχρι να γίνουν ποταμοί/  Για τα κοράκια που πετούν σαν πένθος στη λιακάδα.»


Θα παρομοιάσει τον ξεχασμένο Γανωτή με τον σύγχρονο αισθητικό χειρουργό, που με τα λίφτινγκ του εξαφανίζει ρυτίδες, πανάδες και σακούλες.  Για να μας πει ο ποιητής πως: «Μόνο τα παιδικά όνειρα μένουν αρυτίδωτα. Με τον χαλκό μαλώνοντας και με τον κλέφτη χρόνο». Στο εξαίρετο ποίημα ΠΟΙΗΤΗΣ θα μας πει: «Δασκαλεμένος στη σιωπή/ σφιχτόδενε τα χείλη του κι ούτε μονολογούσε/ Άκουγε μόνο τις ιτιές/  Ένα κοτσίφι άκουγε την ώρα που γλεντούσε» Και παρακάτω: «Τις λέξεις μόνο ζήλευε/ Εκείνες τις αφρόντιστες κι εκείνες τις τσιγγάνες/ Εκείνες τις εξωτικές… Εκείνες που τα φτιάχνανε συνήθως με τους άλλους…»
Η ποίηση του είναι ένας ύμνος στην ταπεινότητα. Αρκεί να ανατρέξουμε στο ποίημα Η Ζωγραφική μου για να διαβάσουμε αυτούς τους στίχους: «Σαν το μυρμήγκι ασήμαντος και σαν το λύκο μόνος»/  «Τα μάτια σαν άνθρακες που γέμισαν παράπονο/ και πάγωσαν σαν λίμνη».  Και παρακάτω: «Η ζωγραφική μου είναι καφενές που δεν έχει πελάτη.../  Αίθουσα τέχνης που κάποτε θα γεμίσουν/ με τα κυρτωμένα σας σώματα την ώρα του μόχθου  και με τις άσχημες γυναίκες σας που θα είναι περιζήτητες/ θαρρείς ολόδροσες κοντέσες και πριγκίπισσες/ Που τις φλερτάρουν αξιέραστοι δανδήδες».
Ο ποιητής υμνεί την ασχήμια. Υπονομεύει την παντοδυναμία της εικόνας. Περιφρονεί τη χλιδή και το τοξικό δέντρο της γκλαμουριάς  που γεννά εικονικά φρούτα. Τα υλικά του δεν είναι τα σαιξπηρικά «υλικά ονείρων», αλλά τα απόβλητα του ανθρώπινου μόχθου. Υμνεί τα άνθη που θάλλουν στις πίσω αυλόπορτες των φτωχόσπιτων, στα αθέατα μπαλκονάκια της ζωής. Πρωταγωνίστρια στην ποίησή του είναι η ομορφιά που σεμνύνεται. Η ασκήμια που λάμπει με την εσωτερική της μαγεία και δοξάζει την ομορφιά. Όπως ο θάνατος που κάνει εφάμιλλο του τον έρωτα. Πρωταγωνίστριά του είναι η Χαρά, που διστάζει και προσέρχεται στη σεμνή τελετή όταν τα φώτα χαμηλώνουν, για να περάσει απαρατήρητη. Κι αυτό όταν όλοι έχουμε θεοποιήσει τη γελοιότητα να είμαστε αναγνωρίσιμοι μέσα στην κάλπικη δόξα μας. Η χρυσή θήκη που κρύβει το σάπιο δόντι. 
Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν του λείπει το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, το γκροτέσκο. Στο ποίημα Το κόμικς των αιώνων θα μας πει με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό:


Τα ποιήματά μου ευτελούς 
Κι ανυπολόγιστης αξίας
Ως ποιητής επιδειξίας
Στεγάζω άπειρους τρελούς΄


Μα πριν απ’ όλους τον Αχμάκη 
Που φτιάνει όμορφα καρβέλια 
Μου έρχονται κλάματα και γέλια
Με ένα τέτοιο φτωχαδάκι. 


Τα ποιήματά μου θα εκδοθούν
Σαν τις ετέρες της Κορίνθου
Σχεδόν στα όρια του μύθου
Έτσι απλά θα σου δοθούν.


 Μάθανε πλέον τόσες στάσεις
Που δεν τις ξέρει κάθε κλώσα 
Τόσα παιχνίδια με τη γλώσσα
Που δε χρειάζονται συστάσεις.


Αισθάνεσαι ίσως ένα μακρινό καριωτακικό στυφό άρωμα·  εκείνη την τόλμη να αποδομείς την τέχνη και τον εαυτό σου. Τον ρωμαλέο αυτοσαρκασμό που έλεγα, που είναι ένα σημαντικό βήμα αμφισβήτησης του εαυτού μας και της ψεύτικης εικόνας που του έχουμε εξειδανικευτικά φορέσει, κάνοντας μας να κομπάζουμε ανοήτως.
Ένα ακόμη ποίημα ποιητικής είναι το Παραδοσιακό Μπαρμπέρικο. Ο ποιητής από το τίποτα, από το ξύρισμα ενός μπαρμπέρη βλέπει ποίηση:

«Υπάρχουνε μπαρμπέριδες/ Που σε ξυρίζουνε στεγνά/ Και αυτομολούν κραδαίνοντας το δίκοπο ξυράφι / Στέκουν στην πρώτη ρεματιά / Στέκουν στα πρώτα σύδεντρα / Κι ακινητούν όπως αυτός που στέκεται και γράφει.
Οργώνουν και τη γνάθο σου / Και βλέπουν σμάρι τα πουλιά 
Να χάνονται σαν μακρινές και ξεχασμένες μνήμες».


Πέρα από την πρωτοτυπία της αισθητικής του, υπάρχει μία εσωτερική, ειδολογική διάρθρωση αντίστοιχα με τη θεματολογία και το επάγγελμα. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημά του. Το επάγγελμα διαμορφώνει τον επαγγελματία και ο επαγγελματίας το επάγγελμα. Ξεκινώντας από το τέλος βρίσκουμε τα ποιήματα να αναπτύσσονται σύμφωνα με την κατάταξη των τεχνών. Π.χ. 1η τέχνη αρχιτεκτονική, 2η γλυπτική, 3η μουσική, 4η ποίηση, 7η τέχνη του κινηματογράφου και 9η τέχνη των κόμικς.
Ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος  συνδιαλέγεται έτσι με όλες τις μορφές της  τέχνης μέσω αυτών των ταπεινών επαγγελμάτων. Βέβαια, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ποιητική των επαγγελμάτων. Δηλαδή στον τρόπο που ο άνθρωπος επιδρά, συναιρείται ουσιαστικά μαζί του για να δημιουργηθεί ο αυθεντικός επαγγελματίας-τεχνίτης, που επάγγελμα και άνθρωπος να είναι συνώνυμα. Τον ενδιαφέρει ο τρόπος, η ποιητική, που κάθε τεχνίτης ταυτίζεται με το επάγγελμά του, δένεται με δεσμά αγάπης, προσπαθεί να το προεκτείνει δημιουργώντας τις αναγωγές του, όπως όταν γράφουμε ένα ποίημα και αυτή η εμπνευσμένη αφοσίωση δίνει ποιητικότητα και γλώσσα στο εμπράγματο και ταπεινό. Δεν είναι λίγα τα ποιήματα ποιητικής, π.χ. Προς «κριτικό της λογοτεχνίας», Ο ποιητής, ο Γανωτής, ο Οπλουργός, Αστρολόγος, Κόμικς των ονείρων, η Ζωγραφιά μου, κτλ. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες επαγγελμάτων, δηλ. τρεις βαθμίδες εξέλιξης.
Α)  Τα εξ ανάγκης:  Η κίνηση του σώματος
Β)  Εκ πεποιθήσεως: Η κίνηση της σκέψης
Γ)  Εξ ορισμού: Η κίνηση της ψυχής
Βλέπουμε λοιπόν πως δεν είναι τυχαία η επαγγελματική επιλογή. Θάλεγα (και αυτό δείχνει την οργανωτική δεινότητα του ποιητή) πως υπάρχει μία επαγγελματική κατηγοριοποίηση, ένα είδος επαγγελματικού προσανατολισμού των καιρών μας, αλλά πάντα από την εσωτερική του μεριά. Δηλαδή από την ποιητική της ενδοσκόπηση. Μέσα από την οποία, μιλώντας για αυτά κατορθώνει να βγάζει τους σπινθήρες της· όπως λ.χ. ο τροχός ενός Αθίγγανου, που μας μαγεύει, αφαιρώντας συγχρόνως την οξείδωση του χρόνου πάνω από τα σκεύη της ζωής. 
Θα άφηνα όμως ασυμπλήρωτη την εικόνα του ποιητή αν δεν προσθέσω λίγα 
λόγια για το παλαιοβιβλιοπωλείο Ίστωρ που διατηρεί από το 1996 στην οδό 
Ιπποκράτους. Είναι μια κιβωτός από 100.000 περίπου τίτλους βιβλίων που 
κουρνιάζουν εκεί σαν σπάνια υπό εξαφάνιση πουλιά. Μόλις φιλοξενήθηκα στους διαδρόμους, τα παρτέρια και τις εσοχές του ζεστού αυτού χώρου αισθάνθηκα πως βρισκόμουν στα μικρά ζεστά δρομάκια της ιστορίας του πνεύματος, ότι ήμουν περιτριγυρισμένος από χιλιάδες ζωντανά πνεύματα ήρωες και αντιήρωες της λογοτεχνίας και ότι δεν βάδιζα στο σύγχρονο φλύαρο  παρόν αλλά στα σοκάκια της αρχαιότητας. 
Το εκπληκτικό όμως είναι η αρχιτεκτονική συμμετρία και η δομή του όλου’ σκηνικού. Αισθάνεσαι ότι το έχει τολμήσει ένας πολύ έμπειρος νους που είναι 
ταυτόχρονα εκτός από ποιητής, αρχιτέκτονας, και γεωμέτρης. Ήταν σαν να 
έβλεπα την μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου του Ιωάννη 
Πανουτσόπουλου.  Ενός στέρεου και εύρυθμου διανοητικού φλοιού που 
καταφέρνει όχι μόνο να βάλει τάξη στο χάος αλλά και να το καταστήσει οικείο, 
εύληπτο και λειτουργικό. Αυτός ο χωρομέτρης και ταξιθέτης ξέρει είπα να 
κάνει το πολύπλοκο απλό. Το όλο οικοδόμημα έμοιαζε με ένα καλά αρθρωμένο 
σπονδυλωτό ποίημα. Είναι ένας μικρός λαβύρινθος που όμως δεν χρειάζεσαι 
κανένα νήμα, καμία Αριάδνη και κανέναν Θησέα καθώς ο Πανουτσόπουλος 
έχει σκοτώσει το πολύπλοκο τέρας της ασάφειας και της χωροταξικής 
ανακρίβειας. 
Η εικόνα του Πανουτσόπουλου συμπληρώθηκε στο μυαλό μου όταν είδα αυτό 
το ζωντανό αρχείο με τι μεράκι και συγκρότηση ήταν φτιαγμένο. Με μιας μου 
ήρθε ο αφορισμός «Πας δ’ υφηγείται τρόπος μορφή». Που πάει να πει τα 
πάντα λέει ο τρόπος και η μορφή του προσώπου καθώς εκεί είναι όλα 
γραμμένα για το έμπειρο μάτι. Βλέποντας αυτό το σημαντικό αρχείο της 
ιστορίας εγώ καμάρωνα το μεταφορικό Αρχείο του Ιωάννη Πανουτσόπουλου 
που κουβαλά όπου και αν πάει. Σαν μια ταπεινή και καλαίσθητη Κιβωτό που 
περιέχει τόσα συμπληρωμένα τιμαλφή και τόσα είδη υπό εξαφάνιση που ο 
Πανουτσόπουλος τα έβαλε μέσα στο πνευματικό του ενδιαίτημα για να 
διασωθούν. Θρέφοντας τα με στοργή, με φροντίδα, και με όλα τα αγαπητικά 
συναισθήματα που τον συνιστούν. 
Για αυτό θα είναι «έμπορος κακός». Ξέρει πως διαχειρίζεται πνευματικά 
αγαθά που είναι πρωτίστως πολύτιμα για τον ίδιο και ξέρει πως μόνο μέσα εκείνα που αγαπάμε μπορούμε να βρούμε λίγα ψήγματα χρυσού.