Ανατολικές συνοικίες


Στις ανατολικές συνοικίες δύει αργά. Το φως πλαγιάζει στην πλαγιά και λούζει τη βεράντα Για να ανέβουν πιο ψηλά  Όλο και ψηλότερα τα οικοδομήματά μας  Για να πατάνε τα βουνά  Εκεί όπου θροΐζει  Η ενοχή και η άγνοια σαν άκοφτο χορτάρι Εκεί που η άπληστη ψυχή σηκώνει επτά πατώματα  Και συναντά τον χάροντα για πρώτο της νοικάρη. 

Ανατολικές συνοικίες

ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΟΙΚΕΣ

Στις ανατολικές συνοικίες δύει αργά.

Υποχωρεί και αμύνεται το τελευταίο φως 
Πάνω στις στέγες των σπιτιών 
Στις κορυφές των σκοτεινών κυπαρισσιών που υψώνονται 
Στόχοι στο σκοπευτήριο 
Σημάδια για το λιόφωτο 
Δείχτες για κάθε θλίψη 
Εσταυρωμένη θύμηση σαν βγαίνει βόλτα ο θάνατος
Και τον τυφλώνει αυτό το φως που θέλει να μας κρύψει. 

Στις ανατολικές συνοικίες δύει αργά. 

Μόνο ξυπνούνε τα μωρά αχάραγα με κλάματα 
Και δεν πλαγιάζουνε προτού γεμίσει άστρα η πλάση 
Προτού κρεμάσει στη νυχτιά καθένας το ολόφωτο 
Παράθυρο που στέκεται σ’ ένα μικρό περβάζι. 
 
Στις ανατολικές συνοικίες δύει αργά. 

Για να έχει όλο τον καιρό να ξαποστάσει η πόλη μας 
Για να σφουγγίσει κάποτε τα μάτια από το κλάμα 
Να στολιστεί 
Να φωτιστεί
Σαν ύψωμα βαλλόμενο 
Για τον Θεό που προσπαθεί να σημαδέψει κάποτε 
Αυτό το σκοπευτήριο μ’ ένα μεγάλο θαύμα. 

Στις ανατολικές συνοικίες δύει αργά.

Το φως πλαγιάζει στην πλαγιά και λούζει τη βεράντα
Για να ανέβουν πιο ψηλά 
Όλο και ψηλότερα τα οικοδομήματά μας 
Για να πατάνε τα βουνά 
Εκεί όπου θροΐζει 
Η ενοχή και η άγνοια σαν άκοφτο χορτάρι
Εκεί που η άπληστη ψυχή σηκώνει επτά πατώματα 
Και συναντά τον χάροντα για πρώτο της νοικάρη. 

Στις ανατολικές συνοικίες κάποτε έδυε αργά.